- αμπαδίτικος
- -η, -οο καμωμένος από αμπά, χοντρό μάλλινο ύφασμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < αμπάς* + παραγωγ. κατάλ. -ίτικος*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αμπάς — I Όνομα δύο αντιβασιλέων (χεδίβηδων) της Αιγύπτου. 1. Α. Α’ (1813 – 1854).Αντιβασιλιάς της Αιγύπτου (1848 54). Εγγονός του Μωχάμετ Άλη, το 1830 έλαβε μέρος στους πολέμους του παππού του στη Συρία. Μετά τον θάνατο του θείου του Ιμπραήμ πασά (1848) … Dictionary of Greek